δωροδόκος


δωροδόκος
Προφορά

Ετυμολογία
δωροδόκος αρχαία ελληνική δωροδόκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η δωροδόκος

✦ αυτός που ενεργεί δωροδοκία· πρβλ. δωροδοκώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.