δωδεκατημόριο
Προφορά
Ετυμολογία
δωδεκατημόριο αρχαία ελληνική δωδεκατημόριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δωδεκατημόριο
✦ το ένα δωδέκατο
✦ (οικον.) ιδ. στον πληθ. δωδεκατημόρια, μέθοδος εκτελέσεως του κρατικού προϋπολογισμού κατά την οποία, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η κατάθεση και κύρωσή του από τη Βουλή, εκτελείται ως προϋπολογισμός του νέου έτους εκείνος του προηγουμένου διαιρεμένος δια 12· κάθε δωδέκατο αντιστοιχεί σε δημόσιες δαπάνες ενός μήνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–