δυσφαγία


δυσφαγία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσφαγία δυσ- + θ. αορ. έφαγον του τρώγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δυσφαγία

(ιατρ.) επώδυνη κατάποση των τροφών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.