δυσπολιόρκητος
Προφορά
Ετυμολογία
δυσπολιόρκητος αρχαία ελληνική δυσπολιόρκητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυσπολιόρκητος -η, -ο
✦ ο δύσκολα κυριευόμενος με πολιορκία
✦ αυτός του οποίου είναι δύσκολη η πολιορκία: δυσπολιόρκητο φρούριο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–