δυσπλασία


δυσπλασία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσπλασία δυσ- + πλάσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δυσπλασία

(ιατρ.) διαταραχή της σωματικής αναπτύξεως που επιφέρει παραμορφώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.