δυσμάχητος
Προφορά
Ετυμολογία
δυσμάχητος αρχαία ελληνική δυσμάχητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυσμάχητος -η, -ο
✦ αυτός που δύσκολα τον πολεμά κάποιος
✦ ο δύσκολος για μάχη: το ιππικό… όρμησε στον δυσμάχητο τόπο (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–