δυσλαλία


δυσλαλία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσλαλία δυσ- + λαλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δυσλαλία

(ιατρ.) δυσκολία στην άρθρωση των λέξεων οφειλόμενη σε βλάβες των φωνητικών οργάνων ή της ακοής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.