δυσκολόβρετος


δυσκολόβρετος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσκολόβρετος μεσαιωνική ελληνική δυσκολοεύρετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσκολόβρετος -η, -ο

✦ αυτός τον οποίο δύσκολα βρίσκει κάποιος, δυσεύρετος: το χειμώνα, το γάλα είναι λιγοστό, σε ώρα πολέμου δυσκολόβρετο (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.