δυσκολοχώριστος
Προφορά
Ετυμολογία
δυσκολοχώριστος δύσκολος + χωρίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυσκολοχώριστος -η, -ο
✦ που δύσκολα χωρίζεται σε μέρη
✦ που δύσκολα τον ξεχωρίζει, τον διακρίνει κάποιος
✦ (για πρόσ.) που δύσκολα αποχωρίζονται ο ένας τον άλλον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–