δυσκολοπίστευτος


δυσκολοπίστευτος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσκολοπίστευτος δύσκολος + πιστευτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσκολοπίστευτος -η, -ο

✦ αυτός τον οποίο δύσκολα πιστεύει κάποιος: δυσκολοπίστευτη ιστορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.