δυσκολοπάτητος


δυσκολοπάτητος
Προφορά

Ετυμολογία
δυσκολοπάτητος δύσκολος + πατώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ δυσκολοπάτητος -η, -ο

✦ δύσβατος
✦ δυσπόρθητος, που δύσκολα το πατά κανείς, που δύσκολα κυριεύεται: είχαν οχυρωθεί στο όρος Γαριζίμ, λόφος ψηλός παρά βουνό, αλλά δυσκολοπάτητος (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.