δυσκολοκατόρθωτος
Προφορά
Ετυμολογία
δυσκολοκατόρθωτος δύσκολος + κατορθώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυσκολοκατόρθωτος -η, -ο
✦ που δύσκολα κατορθώνεται ή επιτυγχάνεται: λένε για μάγους, για σοφούς που σ’ όλη τη ζωή τους γυρεύαν να πετύχουν τα πιο δυσκολοκατόρθωτα πράματα (Ηλ. Βενέζης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–