δυσκολοδιάβατος
Προφορά
Ετυμολογία
δυσκολοδιάβατος δύσκολος + διαβατός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δυσκολοδιάβατος -η, -ο
✦ αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να διαβεί κάποιος, δύσβατος
✦ (μτφ. ) αυτό που με δυσκολίες υποφέρεται ή ξεπερνιέται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–