δυσιδρωσία


δυσιδρωσία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσιδρωσία δυσ- + ιδρώς, -ώτος

Ερμηνεία
δυσιδρωσία

(ιατρ.) παθολογική κατακράτηση του ιδρώτα στο δέρμα που χαρακτηρίζεται από εξάνθημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.