δυσεκτασία


δυσεκτασία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσεκτασία δυσ- + έκτασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δυσεκτασία

(ιατρ.) διαταραχή κατά τη διάνοιξη του στομίου της ουροδόχου κύστης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.