δρόσισμα


δρόσισμα
Προφορά

Ετυμολογία
δρόσισμα δροσίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δρόσισμα

✦ ελαφρή ψύξη
✦ ξεδίψασμα
(μτφ. ) ανακούφιση, ευχαρίστηση: δίχως το δρόσισμα καμιάς συγκίνησης (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.