δροσολογώ
Προφορά
Ετυμολογία
δροσολογώ δρόσος + -λογώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δροσολογώ -είς, -εί
✦ δροσίζω: χίλιες βρύσες το λαγκάδι το ξερό δροσολογούν (Α. Βαλαωρίτης)
✦ (μέσ.) δροσολογιέμαι, δροσίζομαι: όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιούνται (δημ. τραγ.)
✦ (μτφ. ) αισθάνομαι δροσερότητα, αίσθημα αναψυχής: χαρά στον οπού σ’ αγκαλιές δροσολογιέται (Κ. Κρυστάλλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–