δροσισμός


δροσισμός
Προφορά

Ετυμολογία
δροσισμός μεταγενέστερη ελληνική δροσισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δροσισμός

✦ ελαφριά ψύξη, ύγρανση, δροσιά: τι, μες στην άγια δίψα μας απλώθηκε νεφέλη που ολόμελους μας πότισεν ολύμπιο δροσισμό (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.