δροσίζω


δροσίζω
Προφορά

Ετυμολογία
δροσίζω αρχαία ελληνική δροσίζω

Ερμηνεία
ρήμα δροσίζω

✦ ραντίζω με δροσιά ή με κρύο νερό
✦ ψύχω ελαφρά
✦ νοτίζω: χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι (Γ. Δροσίνης)
✦ αναψύχω, ανακουφίζω
✦ (αμτβ.) γίνομαι υπόψυχρος: με το βασίλεμα, δρόσισε ο καιρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.