δρομώνω


δρομώνω
Προφορά

Ετυμολογία
δρομώνω μεταγενέστερη ελληνική δρομόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα δρομώνω

✦ σπεύδω, παίρνω δρόμο, πορεύομαι: γύρισε να κλείσει το μαγαζί του και να δρομώσει κατά το κονάκι (Ν. Καζαντζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.