δρομώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δρομώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δρομώνω.mp3Ετυμολογίαδρομώνω μεταγενέστερη ελληνική δρομόω -ῶ Ερμηνεία└ρήμα┘ δρομώνω ✦ σπεύδω, παίρνω δρόμο, πορεύομαι: γύρισε να κλείσει το μαγαζί του και να δρομώσει κατά το κονάκι (Ν. Καζαντζάκης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–