δρομολόγηση


δρομολόγηση
Προφορά

Ετυμολογία
δρομολόγηση δρομολογώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δρομολόγηση

✦ ίδρυση νέων γραμμών συγκοινωνιακού μέσου
✦ είσοδος συγκοινωνιακών μέσων σε υπάρχουσες γραμμές
(μτφ. ) έναρξη εργασιών, διαδικασίας κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.