δρομολογώ


δρομολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
δρομολογώ δρόμος + κατάλ. -λογώ

Ερμηνεία
ρήμα δρομολογώ -είς, -εί

✦ ιδρύω νέες γραμμές συγκοινωνιακού μέσου: δρομολογούνται νέες γραμμές για τα τρόλεϊ
✦ εισάγω συγκοινωνιακά μέσα σε υπάρχουσες γραμμές: θα δρομολογηθούν εκατό νέα λεωφορεία στο λεκανοπέδιο της Αττικής
(μτφ. ) κάνω αρχή πράξης ή έργου, βάζω μπρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.