δρομικός
Προφορά
Ετυμολογία
δρομικός αρχαία ελληνική δρομικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δρομικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με το τρέξιμο
✦ γρήγορος
✦ (στην οικοδομική) δρομική τοιχοποιία, που χτίζεται έτσι ώστε η επιφάνεια να αποτελείται από τις επιμήκεις πλευρές του δομικού υλικού (πέτρα, τούβλο)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–