δρομί


δρομί
Προφορά

Ετυμολογία
δρομί υποκορ. του δρόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δρομί

✦ στενός δρόμος, δρομάκι
✦ σε διπλή εκφορά (παίρνω το) δρομί δρομί ή παίρνω το δρόμο το δρομί, για συνεχή πολύωρη πορεία: πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.