δριμύς


δριμύς
Προφορά

Ετυμολογία
δριμύς αρχαία ελληνική δριμύς

Ερμηνεία
δριμύς

✦ οξύς στη γεύση ή στην όσφρηση: άξαφνα, δριμιά μυρωδιά από χαρούπι, κατράμι και σαπημένα κίτρα… (Ν. Καζαντζάκης)
(μτφ. ) σφοδρός, διαπεραστικός: δριμύς χειμώνας
✦ καυστικός, δηκτικός: του έκαμε δριμύτατες παρατηρήσεις

Συνώνυμα
αψύς, τσουχτερός
Αντίθετα
ήπιος
Επιρρήματα
δριμέως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.