δρεπανίστρια


δρεπανίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
δρεπανίστρια μεταγενέστερη ελληνική δρεπανιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δρεπανίστρια

✦ θηλ. δρεπανίστρια αυτός που θερίζει με δρεπάνι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.