δρασκελώ


δρασκελώ
Προφορά

Ετυμολογία
δρασκελώ μεσαιωνική ελληνική δρασκαλεύω

Ερμηνεία
δρασκελώ

✦ -άς, -ά κ. δρασκελίζω ρ. (δρασκέλισα) υπερπηδώ με ανοιχτά σκέλη: μπήκε στο περβόλι δρασκελώντας το φράκτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.