δρασκελώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δρασκελώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δρασκελώ.mp3Ετυμολογίαδρασκελώ μεσαιωνική ελληνική δρασκαλεύω Ερμηνεία δρασκελώ ✦ -άς, -ά κ. δρασκελίζω ρ. (δρασκέλισα) υπερπηδώ με ανοιχτά σκέλη: μπήκε στο περβόλι δρασκελώντας το φράκτη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–