δρασκελιά
Προφορά
Ετυμολογία
δρασκελιά δρασκελώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δρασκελιά
✦ το άνοιγμα των σκελών, διασκελισμός: τράβηξε κατά το χωριό με μεγάλες αποφασιστικές δρασκελιές (Ν. Καζαντζάκης)
✦ η απόσταση ανάμεσα στα ανοιγμένα σκέλη: (ο δρόμος) όχι φαρδύτερος από πεντέξι δρασκελιές (Π. Πρεβελάκης)
✦ μικρή έκταση γης: σκοτωθήκανε για μια δρασκελιά τόπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–