δρασκέλισμα


δρασκέλισμα
Προφορά

Ετυμολογία
δρασκέλισμα δρασκελίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δρασκέλισμα

✦ πήδημα πάνω από χαντάκι, τοίχο κτλ. με ανοιχτά σκέλη, διασκελισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.