δρακόντισσα
Προφορά
Ετυμολογία
δρακόντισσα αρχαία ελληνική δράκων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δρακόντισσα
✦ θηλ. δρακόντισσα (Κ δράκων, -οντος) αιμοβόρο μυθικό τέρας
✦ (μτφ. ) άνθρωπος υπερβολικά σκληρός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–