δράστρια


δράστρια
Προφορά

Ετυμολογία
δράστρια αρχαία ελληνική δράστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δράστρια

✦ θηλ. δράστιδα κ. δράστρια (Κ δράστις, -ιδος) ο αυτουργός αξιόποινης πράξης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.