δουλεία


δουλεία
Προφορά

Ετυμολογία
δουλεία αρχαία ελληνική δουλεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δουλεία

✦ η κατάσταση του δούλου, σκλαβιά: νύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε, νύκτα αιώνων (Α. Κάλβος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ελευθερία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.