δοτός
Προφορά
Ετυμολογία
δοτός μεταγενέστερη ελληνική δοτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δοτός -ή, -ό
✦ που έχει δοθεί, που έχει παραχωρηθεί
✦ που μπορεί να δοθεί: η ελευθερία… δεν είναι δοτή (Οδ. Ελύτης)
✦ (για πρόσ.) ο διορισμένος, σε αντίθεση προς τον εκλεγμένο: δοτός πρόεδρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–