δοσοληψία


δοσοληψία
Προφορά

Ετυμολογία
δοσοληψία μεταγενέστερη ελληνική δοσοληψία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δοσοληψία

✦ εμπορική συναλλαγή
(μτφ. ) οποιαδήποτε αμοιβαία σχέση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.