δοσίλογος


δοσίλογος
Προφορά

Ετυμολογία
δοσίλογος – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δοσίλογος

✦ βλ. δωσίλογος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.