δορυφόρος


δορυφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
δορυφόρος αρχαία ελληνική επίθετο δορυφόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η δορυφόρος

✦ οπλισμένος ακόλουθος ηγεμόνα ή άρχοντα, σωματοφύλακας
✦ (μτφ. ως επίθ.) αυτός που ακολουθεί άλλον δουλικά
✦ (αστρον.) ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από πλανήτη: η Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης
✦ συσκευή που εκτοξεύεται από την επιφάνεια της γης με προορισμό να στρέφεται γύρω απ’ αυτήν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.