δοντού Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δοντούΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δοντού.mp3Ετυμολογίαδοντού μεγεθυντ. του δόντι Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο δοντού ✦ θηλ. δοντού αυτός που έχει μεγάλα δόντια Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–