δονκιχοτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
δονκιχοτισμός όν. Δον Κιχότης, ήρωας μυθιστορήματος του Θερβάντες
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δονκιχοτισμός
✦ υπερβολικός ενθουσιασμός για την επίτευξη χιμαιρικών σκοπών
✦ επίδειξη ψεύτικης παλικαριάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–