δομινικανός


δομινικανός
Προφορά

Ετυμολογία
δομινικανός Δομίνικος, όν. αγίου της καθολικής εκκλησίας

Ερμηνεία
επίθετο┘ δομινικανός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει στο καθολικό μοναχικό τάγμα που ίδρυσε ο άγιος Δομίνικος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.