δομέστικος


δομέστικος
Προφορά

Ετυμολογία
δομέστικος └λατιν┘ domesticus (= οικιακός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δομέστικος

✦ ανώτερο αξίωμα της βυζαντινής αυλής και του στρατού
✦ εκκλησιαστικό αξίωμα, οφίκιο που απονέμεται σε ψάλτες και αναγνώστες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.