δοκός
Προφορά
Ετυμολογία
δοκός αρχαία ελληνική δοκός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δοκός
✦ μακρόστενο ξύλο ως υποστήριγμα στέγης, πατώματος κτλ., δοκάρι
✦ (τεχν.) μακρόστενο υποστήριγμα από οποιαδήποτε ύλη (μέταλλο, σκυρόδεμα κτλ.)
✦ (γυμν.) άθλημα γυναικών κατά το οποίο η αθλήτρια εκτελεί ασκήσεις πάνω σε στενόμακρο ξύλο που έχει μήκος πέντε μέτρα, πλάτος δέκα εκατοστόμετρα και βρίσκεται σε ύψος 120 εκατοστομέτρων από το έδαφος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–