δοκιμαστής
Προφορά
Ετυμολογία
δοκιμαστής αρχαία ελληνική δοκιμαστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δοκιμαστής
✦ αυτός που δοκιμάζει, ελέγχει
✦ (μτφρ. του γαλλικά dégustateur) αυτός που δοκιμάζει από φαγητό ή ποτό για να ελέγξει την ποιότητά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–