δοκιμή
Προφορά
Ετυμολογία
δοκιμή μεταγενέστερη ελληνική δοκιμή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δοκιμή
✦ έλεγχος ποιότητας ή ιδιότητας
✦ δοκιμαστική εκτέλεση, πρόβα μουσικού ή θεατρικού έργου
✦ επαλήθευση μαθηματικής πράξης
✦ απόπειρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–