διόφθαλμος


διόφθαλμος
Προφορά

Ετυμολογία
διόφθαλμος δις + οφθαλμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διόφθαλμος -η, -ο

✦ η λ. χρησιμοποιείται για την κανονική όραση κατά την οποία βλέπει κανείς τα αντικείμενα απλά ενώ σχηματίζονται διπλά είδωλά τους στα μάτια: διόφθαλμη όραση
✦ το ουδ. διόφθαλμο, χαρακτηρίζει κάθε οπτικό όργανο με δύο ανεξάρτητα συστήματα φακών που επιτρέπουν την ταυτόχρονη παρατήρηση και με τα δύο μάτια

Συνώνυμα

Αντίθετα
διπλωπία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.