διόσκουροι


διόσκουροι
Προφορά

Ετυμολογία
διόσκουροι αρχαία ελληνική διόσκουροι

Ερμηνεία
διόσκουροι

✦ (μυθ.) ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, δίδυμοι γιοι του Δία και της Λήδας
(μτφ. ) δίδυμοι αδελφοί
(μτφ. ) αχώριστοι φίλοι
✦ (μετεωρ.) φαινόμενο λάμψης, που παρατηρείται συν. κατά τη διάρκεια καταιγίδας, στα αιχμηρά άκρα αεροπλάνου, πλοίου κτλ. και οφείλεται στις ηλεκτρικές εκκενώσεις του ατμοσφαιρικού ηλεκτρισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.