διόπτρα


διόπτρα
Προφορά

Ετυμολογία
διόπτρα μεταγενέστερη ελληνική διόπτρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διόπτρα

✦ φορητό οπτικό όργανο για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, το κιάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.