διόπτευση
Προφορά
Ετυμολογία
διόπτευση μεταγενέστερη ελληνική διόπτευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διόπτευση
✦ εξέταση, παρατήρηση με τη διόπτρα
✦ (ναυτ.) καθορισμός της θέσης πλοίου με παρατήρηση σημείου στην ξηρά ή στη θάλασσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–