διχτυάρης


διχτυάρης
Προφορά

Ετυμολογία
διχτυάρης δίχτυ

Ερμηνεία
διχτυάρης

✦ -υάρα, -υάρικο επίθ. αυτός που έχει αλιευτικό σκάφος με δίχτυα
✦ θηλ. διχτυάρα ως ουσ., ψαρόβαρκα εφοδιασμένη με μεγάλα δίχτυα για ψάρεμα σε ανοικτή θάλασσα
✦ ουδ. διχτυάρικο ως ουσ., είδος αλιευτικού πλοίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.