διχροϊσμός


διχροϊσμός
Προφορά

Ετυμολογία
διχροϊσμός δις + χροιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διχροϊσμός

✦ η ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να παρουσιάζουν διάφορους χρωματισμούς ανάλογα με τη διεύθυνση των φωτεινών ακτίνων που διέρχονται απ’ αυτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.