διχρονίτικος


διχρονίτικος
Προφορά

Ετυμολογία
διχρονίτικος δίχρονος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διχρονίτικος -η, -ο

✦ ο ηλικίας ή διάρκειας δύο ετών: κι άμε να φέρεις απ’ τ’ αχούρι το διχρονίτικο γαϊδούρι (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.